-
1 διαδρομή
[ диадроми] ουσ. Θ. расстояние, протяжение пути,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαδρομή
-
2 проезд
-
3 рейс
-
4 длина
το μήκ/οςв - у στο -, σε -- вылета (напр. струи воды) βεληνεκές -, η ακτίνα-камеры сгорания (ркт.) - του θαλάμου καύσηςразрывная - θραύσης, το μέγιστο μήκος αναρτημένου σύρματοςίνας κ.λπ. στο οποίο το σύρμα δεν κόβεται κάτω από το ίδιο βάρος- судна полная ολικό/μέγιστο - του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > длина
-
5 пробег
1. физ. η διαδρομή 2. тех. η διαδρομή, ο δρόμος 3. (число наезженных километров) το χιλιομετρικό σύνολοτης διαδρομής 4. (в спорте) о αγώναςδρόμου, η κούρσα (ξεν.) 5. (нахождение ка-кого-л. транспортного средства в пути, вэксплуатации) τα χιλιόμετρα που έχεικάνει/διανύσει ένα μεταφορικό μέσο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пробег
-
6 путь
1. (направление, маршрут) το δρομολόγιο, η πορείαМлечный - астр. о Γαλαξίας2. (расстояние) η απόστασηтормозной (авто) - πέδης/φρεναρίσματος3. (траектория) η καμπύλη τροχιάς, η τροχιά 4. (способ) το μέσο(ν), ο τρόπος 5. (место, по которому происходит передвижение, сообщение) о δρόμος, η οδός, το ταξίδι 6. (место для прохода, проезда) о πόρος, ο διάδρομος 7. (доступ куда-л., возможность проникнуть куда-л.) о τρόπος, το μέσον 8. (железнодорожная колея, линия) η σιδηροδρομική γραμμή 9. (передвижение куда-л.) το ταξίδι 10. (направление деятельности, развития чего-л.) η πορεία 11. (средство, способ достижения чего-л.) о δρόμος, ο τρόπος, η οδός 12. -и анат. τα όργαναдыхательные - αναπνευστικά -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путь
-
7 рейс
1. ав. η πτήσηрегулярный - τακτική -, προγραμματισμένη -2. (авто) το ταξίδι, η διαδρομή, το δρομολόγιο 3. ж.-д. η διαδρομή,το δρομολόγιο1 порожний - κενό φορτίου 4. мор. ο πλους, ο διάπλους, το ταξίδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рейс
-
8 ход
1. (движение) η κίνηση, η πορείαво время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφουςна - у мор. σε πορεία, εν πλω- όπισθεν- ανάποδα2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνησηполный вперед мор. - πρόσω ολοταχώςсамый малый мор. - αργάсредний мор. - ημιταχώς5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδοςτο πέρασμαчёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα7. (развитие чего-л.) η πορείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ход
-
9 беговой
беговой: \беговойая лошадь το άλογο κούρσας \беговойая дорожка ο στίβος, η διαδρομή* * *бегова́я ло́шадь — το άλογο κούρσας
бегова́я доро́жка — ο στίβος, η διαδρομή
-
10 дистанция
-
11 заезд
-
12 заплыв
заплыв м το κολύμπι, η κολύμβηση (διαδρομή) \заплыв на сто метров η κολύμβηση εκατό μέτρων* * *мτο κολύμπι, η κολύμβηση (διαδρομή)заплы́в на сто ме́тров — η κολύμβηση εκατό μέτρων
-
13 конец
конец м 1) (окончание чего-либо.) το τελος \конец пути το τέρμα της πορείας* положить \конец. чему-л. βάζω τέρμα σε κάτι, τερματίζω 2) (путь, расстояние) η απόσταση, η διαδρομή - в конце концов επιτέλους, τελικά* * *м1) ( окончание чего-либо) το τέλοςконе́ц пути́ — το τέρμα της πορείας
положи́ть коне́ц чему́-л. — βάζω τέρμα σε κάτι, τερματίζω
2) (путь, расстояние) η απόσταση, η διαδρομή••в конце́ концо́в — επιτέλους, τελικά
-
14 маршрут
-
15 плата
плата ж η πληρωμή· входная \плата το εισιτήριο* заработная \плата οι αποδοχές, ο μισθός· \плата за проезд η πληρωμή για τη διαδρομή, τα ναύλα* * *жη πληρωμήвходна́я пла́та — το εισιτήριο
за́работная пла́та — οι αποδοχές, ο μισθός
пла́та за прое́зд — η πληρωμή για τη διαδρομή, τα ναύλα
-
16 пробег
-
17 проезд
проездм1. (действие) ἡ διαδρομή, ἡ διάβαση [-ις] (μέ μεταφορικό μέσο):бесплатный \проезд ἡ δωρεάν διαδρομή· деньги на \проезд τά ναῦλα· разрешение на \проезд ἡ ἄδεια διελεύσεως·2. (место) ἡ δίοδος, τό πέρασμα· \проезд закрыт ἀπαγορεύεται ἡ διάβαση. -
18 рейс
рейсм ἡ διαδρομή / τό ταξ(ε)ίδι[ον] (судна):совершить \рейс κάνω διαδρομή. -
19 следование
следовани||ес ἡ διαδρομή, ἡ πορεία:по пути́ \следованиея κατά τήν διαδρομή ν поезд дальнего \следованиея ἡ ἀμαξοστοιχία (или τό τραίνο) μακράς διαδρομής. -
20 езда
-ы θ.1. διαδρομή, ταξίδι, πορεία, όδευση (με μεταφορικό μέσο)•скорая езда γρήγορη διαδρομή•
верховная езда ιππασία, καβαλαρία.
|| πέρασμα, δίοδος• κυκλοφορία•езда по мосту открыта το πέρασμα από τη γέφυρα είναι ελεύθερο (για μεταφ. μέσα).
2. απόσταση δρόμου•в трех часах -ы от τρεις ώρες μακριά από...
См. также в других словарях:
διαδρομῇ — διαδρομή running to and fro through fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — running to and fro through fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομή — η (AM διαδρομή) 1. το να διατρέχει κανείς ή κάτι, ορισμένο τοπικό ή χρονικό διάστημα 2. το μεταξύ δύο σημείων τοπικό ή χρονικό διάστημα νεοελλ. 1. σύντομο ταξίδι αναψυχής με πλοίο 2. ο χρόνος που διατέθηκε γι αυτό το ταξίδι αναψυχής αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
διαδρομή — η η πορεία από ένα σημείο σε άλλο, η απόσταση μεταξύ τους: Χρειάζομαι μισή ώρα, για να καλύψω αυτή τη διαδρομή με το αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαδρομαῖς — διαδρομή running to and fro through fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομαί — διαδρομή running to and fro through fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομᾶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῆς — διαδρομή running to and fro through fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομήν — διαδρομή running to and fro through fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδρομῶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek